- ὄφις
- ὁ ὄφις, ὄφεως змея; змий (ср. др.-евр. satan враг > ὁ σαταν(ας) ≃ сатана)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek
Ὄφις — Ὄφῑς , Ὄφις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ὄφις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄφις — ὄφῑς , ὄφις serpent masc acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄφις serpent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφίς — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * το 1. δωμάτιο υπηρεσίας 2. μικρός διάδρομος που συνδέει τα υπνοδωμάτια και το λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Φόρεϊν Όφις — το, Ν άκλ. το αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Foreign Office] … Dictionary of Greek
ουροβόρος όφις — Φίδι που κουλουριάζεται και δαγκώνει την ουρά του. Ο ο.ο. λατρευόταν στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους στη Φρυγία, ως έμβλημα της υπέρτατης δύναμης, της φρόνησης και της μυστηριακής γνώσης. Οι λάτρες του ονομάζονταν οφείτες και ήταν… … Dictionary of Greek
Φόρεϊν όφις — το άκλ. (λ. αγγλ.), το υπουργείο των Eξωτερικών του Hνωμένου Bασιλείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὄφει — Ὄφις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Ὄφεϊ , Ὄφις fem dat sg (epic) Ὄφις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄφει — ὄφις serpent masc nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) ὄφεϊ , ὄφις serpent masc dat sg (epic doric ionic) ὄφις serpent masc dat sg (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄφεις — Ὄφις fem nom/voc pl (attic epic) Ὄφις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄφεις — ὄφις serpent masc nom/voc pl (attic epic doric ionic) ὄφις serpent masc nom/acc pl (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)